ποιμενικῇ

ποιμενικῇ
ποιμενικός
of
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποιμενική λογοτεχνία — Λογοτεχνική δημιουργία, που εμπνέεται από τον κόσμο των ποιμένων (βουκόλων) που παρουσιάζεται εξιδανικευμένος όσον αφορά στο περιβάλλον, τη ζωή και τα αισθήματα του. Κατά καιρούς εκφράστηκε με διάφορους τρόπους: στην ποίηση (το ειδύλλιο, η… …   Dictionary of Greek

  • ποιμενική — ποιμενικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • ποιμενικός — ή, ό / ποιμενικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιμήν, μένος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, στον βοσκό, ο βουκολικός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ποιμενικό α) η βουκολική ποίηση β) μουσ. σύνθεση με την οποία επιζητείται η μίμηση τής μουσικής τών… …   Dictionary of Greek

  • ερυσίχαιος — ἐρυσίχαιος, ον (Α) 1. αυτός που κρατά ποιμενική ράβδο, ο βοσκός 2. κάτοικος τής πόλης Ερυσίχης στην Ακαρνανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερυσι < ερύω (II) (πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.) + χαίος «ποιμενική ράβδος», με τη σημ. 1 …   Dictionary of Greek

  • ειδύλλιο — το 1. μικρό περιγραφικό ή διαλογικό ποίημα με θέμα παρμένο από την ποιμενική ή αγροτική ζωή, όπου κυριαρχούν εικόνες και τρυφερό κι αυθόρμητο συναίσθημα. 2. δράμα με ποιμενική ή αγροτική υπόθεση. 3. πεζογράφημα που περιγράφει ερωτικά επεισόδια ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • αδρύ — το 1. ξύλινη ή σιδερένια σφήνα που συνδέει το τιμόνι του αρότρου με τον ζυγό 2. ποιμενική ράβδος, γκλίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ἄδρυον, που απαντά κυρίως στον πληθ. τὰ ἄδρυα] …   Dictionary of Greek

  • αρκαδικός — ή, ό (Α ἀρκαδικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αρκαδία νεοελλ. (ως λογοτεχνικός όρος) εκείνος που αναφέρεται στην ειδυλλιακή ποιμενική ζωή …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”